- επεξεργάζονται (πχ κείμενο)
- изработуваат
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πληροφορικός — ή, ό, Ν [πληροφορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής πληροφορικής 2. το θηλ. ως ουσ. η πληροφορική επιστήμη που ασχολείται με την ορθολογική διά μηχανών επεξεργασία τής πληροφορίας, η οποία νοείται ως θεμέλιο τών ανθρώπινων… … Dictionary of Greek